στίλος

στίλος
στίλος· ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριός, Hsch. (Fort. κτίλος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στίλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριὸς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. κτίλος «κριάρι»] …   Dictionary of Greek

  • χαλκευτός — ή, όν, Α [χαλκεύω] 1. κατασκευασμένος από χαλκό ή από άλλο μέταλλο 2. (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («στίλος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ ἄκμοσιν», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”